Λέγε με Ισμαήλ ένα μυθιστόρημα που ενώνει λαούς, θρησκείες και συνειδήσεις σε μια εύθραυστη εποχή. Με κέντρο των εξελίξεων την Κωνσταντινούπολη θα βιώσουμε ένα συγκλονιστικό και ξεχωριστό λογοτέχνημα.
Η Τέσυ Μπάϊλα είναι μια συγγραφέας που ακολουθώ από την πρώτη στιγμή που διάβασα δικό της βιβλίο. Έχει έναν δικό της προσωπικό στίγμα στην λογοτεχνία και ένα ιδιαίτερο τρόπο να σε κάνει να κατανοείς και τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά κυρίως τις ανθρώπινες πράξεις φτάνοντας κατευθείαν στις αιτίες οι οποίες και τις κατευθύνουν, αλλά και μπορούν να τις αλλάξουν.
Το μυθιστόρημα κινείται χρονικά ανάμεσα στα γεγονότα του 1955 στα Σεπτεμβριανά και στην απέλαση την Ελλήνων υπηκόων το 1964. Η Κωνσταντινούπολη γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει και ανακατεύει αρμονικά συναισθήματα, βιώματα και συνήθειες και παράλληλα γίνεται το μήλο της έριδας για μίση, για αντιπαλότητες και διεκδικήσεις που γεννά η ανθρώπινη απληστία, και τα πολιτικά συμφέροντα.
Τόπος εξέλιξης της ιστορίας μια γειτονιά στο Πέρα, που κινούνται και πρωταγωνιστούν χαρακτήρες που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στο μυαλό του αναγνώστη γιατί ο καθένας από αυτούς κουβαλά την δικιά του ξεχωριστή ιστορία. Ο Ισμαήλ ο Tούρκος καφετζής κρατά στην μνήμη του έντονα τα βιώματα του ξεριζωμού, από την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, όπως όρισε η συνθήκη της Λοζάνης. Ο Ισίδωρος ο Έλληνας Βιβλιοπώλης που δεν έχει μάθει να ζει αλλού εκτός από το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η απελευθερωμένη για την εποχή της Αισέ που γίνεται ο κρίκος δοκιμής του έρωτα απέναντι στην φιλία. Η Εσιν που ζει με το αγκάθι της εγκατάλειψης από την μητέρα της και κυνηγά κάτι που μοιάζει απλησίαστο, άλλα με πείσμα είναι πάντα εφικτό. Η γριά Γιασεμώ ρακοσυλλέκτης μαζεύει απομεινάρια, σαν τα απομεινάρια της δικιάς της ζωής. Μαζί της ο Γιουσούφ ο σκύλος που τον βρήκε από κουτάβι και τον έχει μαζί της παντού. Πόσο με συγκίνησε ακόμα και αυτός ο ρόλος του Γιουσούφ που δίνει πνοή στα συναισθήματα και στα ένστικτα που έχουν ξεχαστεί από τους ανθρώπους; Η εμμονή του Ναντίρ για την Ασλίβ, που θα τον φτάσει στα άκρα. Η αρχόντισσα Καλλιάνθη που αναπολεί τον έρωτα της για τον Αρίφ που δεν πρόλαβε καν να αναπνεύσει. Πόσο μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο το γινάτι του έρωτα ή η απόρριψη; Πόσο αλλάζει τους ανθρώπους το εγωιστικό σκεπτικό ή το παραπλανητικό εθνικό καθήκον, που βγάζει απωθημένα και άσχημα ένστικτα; Και τέλος η Μέλπω η άγρυπνος φρουρός της Καλλιάνθης που μοιράζεται όλα τα μαράζια και τις αναμνήσεις της
Με μια παραστατική και αγωνιώδη αφήγηση η συγγραφέας μας θυμίζει ιστορικά γεγονότα και το πώς αυτά επηρέασαν τις ζωές των ανθρώπων όχι μόνο στο παρόν τους, αλλά και στην εξέλιξη τους. Μας φέρνει κοντά σε αλησμόνητες μνήμες που αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους τους ενώνουν φέρνοντας κοντά τις ψυχές τους, τόσο κοντά που αν οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ονόματα κανείς δεν θα καταλάβαινε την εθνικότητα που τους χωρίζει. Όταν φτάσεις στον επίλογο της ιστορίας πόσο συγκλονιστικά αποκαλύπτεις τις κουρτίνες που πέφτουν και αγκαλιάζουν ανθρώπους και πατρίδες χωρίς κανένα σύνορο. Τα σύνορα των ανθρώπων τα καθορίζει η ανθρωπιά, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία. Τα σύνορα της ανθρωπιάς κάνουν θρύψαλα κάθε άλλο σύνορο που βάζουν προκλητικά τα συμφέροντα και οι δήθεν πολιτικές διαφορές.
Το λέγε με Ισμαήλ είναι από τα πιο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα αποτύπωσης μιας ολόκληρης εποχής, που καταγράφει την σκληρή μοίρα δυο λαών, που τους χωρίζουν θάλασσες, αλλά τους ενώνουν τόποι και αναμνήσεις. Για αυτό και η συγγραφέας με έναν τρόπο μοναδικό μέσα από τις περιγραφές της και τις εστιάσεις της βάζει σε πρωταγωνιστικό ρόλο την ίδια την πόλη, την Κωνσταντινούπολη να κινείται παράλληλα με τις ιστορίες των ανθρώπων της και να τους αγκαλιάζει με στοργή ακυρώνοντας διαφορές και μίση.
Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο συγκλονιστικό απόσπασμα από το παρακάτω που να χρωματίζει απόλυτα και αποστομωτικά το αγκάλιασμα μιας Πόλης στους ανθρώπους της και την κοινή τους ιστορία.
«Να, βλέπεις; Φαίνονται κιόλας να μακραίνουν η Αγια-Σοφιά και λίγο πιο κάτω το Μπλε τζαμί».
Τεντώθηκα για να δω καλύτερα. Είχε δίκιο. Ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς φαινόταν σαν σκιά πια στο βάθος του ορίζοντα. Κι ολόγυρά του οι μιναρέδες. Μια εικόνα αξεδιάλυτη. Το ρωμαίικο παρελθόν του τόπου και το τουρκικό του παρόν μαζί, αδελφωμένα σε μια εικόνα. Μόνο οι άνθρωποι δεν κατάφεραν να ζήσουν τελικά αδελφωμένοι. Ή μήπως όχι; Και οι άνθρωποι τα κατάφεραν. Τόσα χρόνια σαν αδέλφια ήταν. Μαζί στις χαρές και στις λύπες. Αλλά ας όψονται οι μεγάλοι, κι ανάθεμά τους πώς κινούν τα νήματα. Κι εμείς μαριονέτες στα χέρια τους, και μας κάνουν κατά πώς θέλουν.
Ένα μυθιστόρημα που πρωταγωνιστεί μια πολυπολιτισμική πόλη. Ένα μυθιστόρημα που πρωταγωνιστεί η ιστορία και οι επιπτώσεις της επάνω στις ζωές των ανθρώπων. Ένα μυθιστόρημα στο οποίο οι πρωταγωνιστές του αλλάζουν κάθε δεδομένο και κάθε πραγματικότητα μέσα από την αγάπη, την φιλία, την νοσταλγία. τις αναμνήσεις και το πάθος για την πατρίδα. Την πατρίδα που γεννήθηκαν, την πατρίδα που μεγάλωσαν. την πατρίδα που στερήθηκαν. Την πατρίδα που τελικά αγκάλιασαν με τον δικό τους τρόπο κόντρα σε κάθε τελεσίδικη απόφαση. Κόντρα σε κάθε διπλωματική και πολιτική επιβολή.
Λέγε με Ισμαήλ ίσως η πιο διάσημη εισαγωγή της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας από το μυθιστόρημα Moby Dick του Χέρμαν Μέλβιλ. Μια φράση που η συγγραφέας χρησιμοποιεί με έναν ξεχωριστό τρόπο δια μέσου του Πρωταγωνιστή της ώστε να γίνει ο ουσιαστικός επίλογος μιας ιστορίας που περικλείει όλο το δράμα και τον πόνο των ανθρώπων που γίνονται ζάρι στα χέρια αυτών που ορίζουν τις τύχες των λαών. Η φιλία ο έρωτας η συμπόνια και η συμπαράσταση. Αλλά και η εκδίκηση ο αλύτρωτος θυμός. η βία. η αγνωμοσύνη γίνονται μια αλυσίδα που περιπλέκει τις ζωές των ανθρώπων μέχρι να σπάσει τον γόρδιο δεσμό τους η ανθρωπιά και η καλοσύνη.
Κάθε ήρωας πρωταγωνιστής. Κάθε ήρωας ξεχωριστός. Ακόμα και οι τετράποδοι χαρακτήρες δίνουν ουσία και ιδιαίτερο νόημα στις στιγμές μέσα από την καταλυτική παρουσία τους. Κάθε στιγμή και κάθε λέξη απογειώνει την ανθρώπινη υπόσταση μέσω της καλοσύνης και καταβαραθρώνει παράλληλα την ανθρώπινη αλαζονεία και αχαριστία μέσω του πρόσκαιρου πάθους και θυμού που γεννά η βία και το μίσος.
Το “Λέγε με Ισμαήλ” είναι από τα καλύτερα φετινά μου αναγνώσματα και ένα βιβλίο από αυτά που προτείνω σχεδόν σε όλους τους αναγνώστες που με ρωτάνε τι βιβλίο να διαβάσουν. Είναι ένα βιβλίο ύμνος στα συναισθήματα εκείνα που εξυψώνουν τον άνθρωπο. Ένα βιβλίο πυξίδα της ανθρώπινης επιλογής να αγαπά και όχι να μισεί. Με έναν τρόπο μαγικό οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας καθοδηγούν στην καρδιά και στην ουσία της ίδιας της ύπαρξης μας. Με την επίκληση διαβάστε το σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, που είναι άπειρα και μοναδικά. Διάλογοι και μονόλογοι τόσο περιεκτικοί που γεννάνε άπειρες σκέψεις για κουβέντα αλλά και για έναν εσωτερικό διάλογο με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ήθελα ώρα ώσπου να φτάσω στο γραφείο όπου οι αρχές θα έλεγχαν τα πράγματά μου πριν έρθει η σειρά μου να ανεβώ. Μπροστά μου ήταν μια γυναίκα με ένα μικρό αγόρι. Θα πρέπει να μην ήταν πάνω από επτά χρόνων. Δε μιλούσαν. Η μητέρα το κρατούσε από το χέρι σφιχτά, αλλά εκείνο δεν έδειχνε καμιά διάθεση να φύγει από κοντά της. Γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή. Του χαμογέλασα. Μα εκείνο, σοβαρό σοβαρό, κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε κατά τη θάλασσα. Πρόλαβα να δω στα παιδικά εκείνα μάτια την απορία. Ναι, ούτε θλίψη ούτε θυμός. Μόνο απορία ήταν ζωγραφισμένη στο βλέμμα του. Για όλα όσα γίνονταν γύρω τους. Για ό,τι θα άφηναν πίσω τους. Και για ό,τι τους περίμενε στον νέο τόπο. Και τότε κατάλαβα ότι ο άνθρωπος μεγαλώνει μόνο όταν σβήσει από το βλέμμα του αυτή η απορία και στη θέση της μπει η γνώση και συχνά η απόγνωση.
Μερικοί έχουν κρεμαστεί στην κουπαστή και κοιτούν με παράπονο τη θάλασσα. Σαν να φταίει αυτή για όλα. Την κοιτούν σαν να παρακαλούν τα κύματα να τους πάρουν από τα αγαπημένα μέρη όσο πιο γρήγορα είναι μπορετό. Λες κι έτσι θα τελειώσει ο πόνος μια ώρα αρχύτερα. Μα γίνεται αυτό, μωρέ; Τους νιώθω. Νομίζουν έτσι πως θα σταματήσει η πίκρα πως όταν δουν μια νέα αυγή, κι ας είναι μακριά από την Πόλη, όλα θα αλλάξουν. «Μπορεί να είναι και καλύτερα», συμφωνούσαν τις τελευταίες μέρες. Έτσι κάνει ο άνθρωπος. Βρίσκει μια δικαιολογία για να ξορκίζει το κακό. Μεταξύ τους, όμως, ξέρουν οι δόλιοι ότι στο βάθος κανείς τους δεν το πιστεύει. Πιστεύουν μόνο ότι θα νοσταλγούν πάντα τούτη την αβάσταχτη του μισεμού ημέρα· κι όλη την προηγούμενη ζωή τους. Γιατί, αν την αφήσουν να χαθεί από τον νου τους, μέλλον δε θα υπάρχει. Κανείς δεν πάει πουθενά χωρίς το παρελθόν του. Χωρίς τη μνήμη του. Κολλημένα τα κουβαλάει πάνω στην καμπούρα του. Πουκάμισο, και το φορεί κατάσαρκα. Και το παράπονο φουντώνει μέσα τους. Πώς να φύγεις μακριά από τον τόπο σου και να σταματήσεις να τον νοιάζεσαι; Να μην αναρωτιέσαι τάχατες αν βρέχει εκείνη την ώρα στην Πόλη, αν η αγορά έχει ανοίξει αν το τραμ στο Πέρα περνάει χτυπώντας το κουδουνάκι του, αν τα σοκάκια εξακολουθούν να μυρίζουν ροδόσταγμα και υγρασία, αν στις αυλές τους παίζουν ακόμα παιδιά, κι ας μιλούν άλλη γλώσσα τώρα κι ας πιστεύουν σε άλλον θεό. Σημασία έχει ότι η ζωή συνεχίζεται εκεί στα ίδια μέρη, τα αγαπημένα τους. Και συνεχίζεται χωρίς αυτούς, ερήμην τους. Αλλά κι αυτοί όμως θα είναι χαραγμένοι στη μνήμη του τόπου. Και κανείς, καμιά απόφαση και καμιά διαταγή δε θα μπορέσει ποτέ να τους ξεγράψει από εκεί.
Και χρειάζεται να παλέψει κανείς για ό,τι θεωρεί σωστό κάθε μέρα. Δεν κατεβάζουμε το κεφάλι στην πρώτη αδικία, στην πρώτη δυσκολία. Διεκδικούμε ό,τι μας ανήκει και συγχωρούμε. Και όσο αγωνιζόμαστε, τόσο αλλάζουμε. Μεταμορφωνόμαστε. Κι όταν αλλάξουμε εμείς, υπάρχει ελπίδα να αλλάξει, να μεταμορφωθεί ολόκληρος ο κόσμος. Μα ήξερε πως τα λόγια του δε θα σήμαιναν τίποτα στην καρδιά ενός τόσο μικρού παιδιού. Γι’ αυτό άπλωσε το χέρι του και το χάιδεψε και είπε μόνο: «Εντάξει, Οσμάν. Να θυμάσαι πως δεν πρέπει να τα παρατάς όταν έχεις δίκιο και το ξέρεις».
Ήθελε να του πει κι άλλα πολλά. Πως για να αρπάξει κανείς τη ζωή και να τη νιώσει με όλες του τις αισθήσεις αρκεί μόνο να μπορεί να δει πιο καθαρά, πιο βαθιά και με αθόλωτα μάτια. Αρκεί να ακούει τον άλλον λιγάκι παραπάνω, να αγγίζει με υπομονή και έντονη επιθυμία να γνωριστεί ειλικρινά μαζί του, να αντέχει την ανθρώπινη μυρωδιά περισσότερο. Και όταν τρώει ένα ζουμερό, εύσαρκο φρούτο να αφήνεται στην γεύση του
Να ζει με τις αισθήσεις του όλες τεταμένες, έτοιμες να δεχθούν το θαύμα. Γιατί η ανθρώπινη ζωή είναι ένα θαύμα και η μεταμόρφωσή μας ένα θαύμα κι αυτή. Μα λίγοι το κατορθώνουν.
Δεν είπε τίποτε απ’ όλα αυτά. Τον βοήθησε να σκουπίσει την μύτη του και του είπε μόνο: «Όταν εμείς γίνουμε καλύτεροι θα γίνουν και οι άλλοι γύρω μας. Τα παιδιά αυτά θέλησαν να σε περιγελάσουν, γιατί ποτέ δεν κατάλαβαν πως οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί, Οσμάν και πως αυτές οι διαφορές μας είναι που κάνουν τη ζωή όμορφη, την κάνουν να μοιάζει με θαύμα.”