You are currently viewing Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού – Η κριτική μου
Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού Εκδόσεις Κέδρος

Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού – Η κριτική μου

Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού είναι ένα μυθιστόρημα που δίνει μια άλλη αξία και διάσταση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθώς αυτή παλεύει να σταθεί όρθια μέσα σε ακραίες συνθήκες δοκιμάζοντας αντοχές και ανθρωπιά.

Μια εισαγωγή Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού

Ο Φαίδων Κυριακού με είχε εντυπωσιάσει με το βιβλίο του η Γκιλοτίνα του Ναυπλίου. Με τον θυριδοποιό ακόμα περισσότερο γιατί αποδεικνύει πως έχει να δώσει πάρα μα πάρα πολλά πράγματα στην Ελληνική Λογοτεχνία. Μετουσιώνει τα κείμενα του σε ένα μοναδικό απόσταγμα διδαχής μέσα από την συναισθηματική συντριβή των ηρώων του. Την συναισθηματική συντριβή που έρχεται μέσα από την ρεαλιστική αποδοχή λαθών τους. Και μέσα από την συγκλονιστική απόδοση και αποτύπωση των συνθηκών που τους οδηγούν σε συγκεκριμένες κινήσεις σε συγκεκριμένες αποφάσεις και σε συγκεκριμένα συναισθήματα. Γινόμαστε πολλές φορές κριτές των άλλων χωρίς να αναζητάμε τις δικές τους αλήθειες και πως ο καθένας από αυτούς έρχεται αντιμέτωπος με τα γεγονότα. Στον θυριδοποιό ακολουθώντας την ιδιαίτερη πλοκή και το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων θα αλλάξουμε άποψη για πολλά πράγματα.

Περίληψη – Πλοκή

Αθήνα 1941 ο Μάνος ξυπνά στον θάλαμο ενός Αθηναϊκού νοσοκομείου ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας. Έξω από το παράθυρο του δωματίου του αντικρύζει τον Γερμανικό στρατό να προελαύνει νικητής σε μια Αθήνα που μόλις έχει ηττηθεί. Κατά παράδοξο τρόπο ενώ η θλίψη έχει γεμίσει παντού την ατμόσφαιρα αυτός μέσα του νιώθει μια απέραντη αγαλλίαση και ανακούφιση. Μια εσωτερική λύτρωση αισθάνεται που την ενσωματώνει ψυχολογικά με το αβέβαιο που έχει εισέλθει η χώρα με την Γερμανική κατοχή. Ένα η ψυχή του με τα σκοτεινά σύννεφα που έχουν σκεπάσει την χώρα και την ζωή του. Το δράμα στο οποίο βρίσκεται η χώρα γίνεται η προσωπική του παρηγοριά.

Η προσωπική του απόγνωση δεν είχε λόγο να κρύβεται πια μέσα στον ενθουσιασμό των άλλων. Χαρούμενοι και θλιμμένοι έχουν γίνει ένα σε έναν τόπο που σε λίγο θα τον μαστίζει η πείνα οι κακουχίες και η ανάγκη της επιβίωσης μέσα σε ακραίες συνθήκες διαβίωσης. Κάθε κομμάτι της πρότερης ζωής του θα συγκρουστεί μετωπικά με το παρόν του δίνοντας σε κάθε εικόνα σε κάθε σκέψη και σε κάθε συναίσθημα μια έντονη αντίφαση. Ενδεικτικά αναφέρω. Ο Μάνος είναι φερετροποιός και θα βρεθεί σε μια Αθήνα που δεν μπορεί να θάψει τους νεκρούς της. Η δουλειά του τον έφερνε κάθε μέρα σε επαφή με τον θάνατο. Και όμως ο θάνατος τώρα παίρνει μπροστά του και μέσα του μια εντελώς άλλη διάσταση. Από φερετροποιός νεκροσυλλέκτης. Από κυνικός ένας άνθρωπος που σπάει κάθε μέρα σε κομμάτια περιμένοντας στωικά το τέλος του ή περιμένοντας την λύτρωση και την εξιλέωση του.

Μέσα από τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν αλλά και ακολουθώντας την ζωή του Μάνου στο παρελθόν του και στο παρόν του θα βρεθούμε μέσα σε σκληρές καταστάσεις, σε απάνθρωπες εικόνες της κατεχόμενης Αθήνας. Αλλά και θα εισέλθουμε στον κόσμο των ιδιαίτερων χαρακτήρων αυτού του βιβλίου που μας συστήνονται με έναν τρόπο κυνικό, αληθινό και ατόφιο.

Εισχωρώντας Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού

Σαν αναγνώστρια έχω διαβάσει πολλά βιβλία που αναφέρονται στην κατοχή και στον λiμό που έζησε η Αθήνα το 41-44. Κανένα βιβλίο όμως από αυτά που έχω διαβάσει δεν κατάφερε να αποδώσει τόσο έντονα, τόσο αληθινά και σφαιρικά τα γεγονότα, τις παραστάσεις και την ψυχολογική πάλη που βίωσαν οι άνθρωποι αυτή την σκληρή εποχή προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι σωματικά και ψυχολογικά διεκδικώντας το δικαίωμα στην ζωή παραμένοντας όμως άνθρωποι. Το αν θα τα καταφέρουν η όχι είναι αμφίβολο. Κάθε πράξη όμως και κάθε κίνηση στοχευμένα οδηγεί στην δύναμη που βρίσκει ο άνθρωπος να προχωρήσει. Στην δύναμη που βρίσκει για να επιβιώσει χρησιμοποιώντας τις πιο φωτεινές, αλλά και τις πιο σκοτεινές του σκέψεις. Το ηθικόν της κάθε πράξης θα μπλεχτεί με το ανήθικο της σκέψης ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και σκοπός για άλλους είναι η επιβίωση, ή η λύτρωση της ψυχής τους, ή ακόμα και η απόλυτη σταθερότητα σε ότι πρεσβεύουν και σε ότι έχουν ορκιστεί να υπηρετούν. Το κάθε τι που κουβαλά ο καθένας θα δημιουργήσει ένα σκηνικό μιας ιδιότυπης εκδίκησης που θα οδηγήσει στην λύτρωση και την κάθαρση του με έναν τρόπο αδιαμφισβήτητο στα μάτια των αναγνωστών. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να διαφωτίσει χαρακτήρες σημεία κενά και να καλύψει κάθε απορία και κάθε εσκεμμένο σκοτεινό σημείο που έχει δημιουργήσει για να προκαλέσει το σασπένς. Αλλά και για να ανατρέψει αποστομωτικά αυτά που πιστεύουμε για τους άλλους χωρίς να έχουμε φορέσει το κουστούμι των βιωμάτων τους. Για να φτάσει σε μια κορύφωση και ένα ανατρεπτικό φινάλε που καθηλώνει όσο ελάχιστα βιβλία.

Η πένα του συγγραφέα τρυπά έως το μεδούλι την ψυχή του πρωταγωνιστή. Δεν αφήνει κανένα αδιευκρίνιστο κομμάτι της λογικής του, κανένα σκοτεινό κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του στο απυρόβλητο. Έτσι ένας ήρωας κατορθώνει από μισητός να γίνει αγαπητός. Από την πτώση του να οδηγηθεί στην κορύφωση και στην αποθέωση της εξιλέωσης του. 

Η απόγνωση, η απογοήτευση, η γνώση της αποτυχίας. Η ανικανότητα να αισθανθεί αυτό που λένε καλά συναισθήματα. Η πάλη για την ζωή και τον έρωτα. 

Ο Μάνος είναι σαν κραυγάζει πως θέλει να ακούσεις την αλήθεια της ζωής του και της ψυχής του. Όχι αυτή την αλήθεια που υποδηλώνουν τα κυνικά στοιχεία του εαυτού του. Αλλά την άλλη αλήθεια αυτή που κρύβεται εσκεμμένα στο υποσυνείδητο του και είναι αυτή που θα ανατρέψει τα πάντα όταν γίνει ολοκάθαρα ορατή. 

“Η αλήθεια στο βάθος της είναι κατάρα που δεν την θέλει κανείς.”

Μοιάζει με μια ιστορία απολογίας και όμως είναι η ιστορία μιας βαθιάς αγάπης που δεν κατάφερε ποτέ να εξομολογηθεί. Θα το καταλάβετε μόνο όταν φτάσετε στην τελευταία σελίδα του βιβλίου.

Νιώθεις θλίψη, πόνο, συμπόνια, θυμό, αγωνία για τον πρωταγωνιστή αλλά και έναν απέραντο θαυμασμό για την διαχείριση της ιστορίας από τον συγγραφέα που μοναδικά αναπλάθει τα χαρακτηριστικά του ήρωα του και τα επιστρέφει σε αντιφατικά συναισθήματα στα χέρια των αναγνωστών. Τα μεταλλάσσει από απόκρυφα και σκοτεινά σε καθάρια και αληθινά. Ο τρόπος που πλέκει και ξεπλέκει ο συγγραφέας τα γεγονότα και τα συναισθήματα είναι σχεδιασμένος κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο καθένας να καταλάβει στο τέλος πως για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη για κάποιον είμαστε αναγκασμένοι όχι μόνο να ζήσουμε τα γεγονότα όπως τα έζησε εκείνος. Αλλά και να ενδυθούμε το σύνολο του εαυτού του, ολόκληρα τα βιώματα του και να τα δούμε όλα από την δικιά του οπτική για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα γιατί και τα πως της κάθε πράξης του. Για να δούμε τελικά όλες τις πράξεις του τις φανερές και τις κρυφές.

Το αντιπολεμικό στοιχείο έρχεται να σκεπάσει τα πάντα μέσα από τις συγκλονιστικές περιγραφές των εικόνων της κατοχής στην Αθήνα. Οι αντιδράσεις των ηρώων φτάνουν στα άκρα ώστε να αναδείξουν την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης όταν παλεύει για την επιβίωση και τις αξίες της.

Άνθρωποι που αλλάζουν σύσταση και υπόσταση για να σταθούν όρθιοι. Άνθρωποι που μένουν αναλλοίωτοι μπροστά σε κάθε κακουχία. Διαφορετικές πάστες ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με την συναισθηματική φθορά του ίδιου του εαυτού τους. Με τον ηθικό καταποντισμό του ίδιου τους του χαρακτήρα. Και είτε ισορροπούν και αντέχουν είτε καταρρέουν εντελώς. Γιατί καθημερινός είναι ο ηθικός εκβιασμός μπροστά στην ίδια την επιβίωση.

Πόσο τραγικό να χώνεις τα χέρια σου μέσα στην σήψη για λίγη σούπα. Να μοιράζεσαι τον θάνατο για ένα κομμάτι ψωμί. Ανάμεσα σε ανθρώπους που εν ζωή ήταν όλοι διαφορετικοί, αλλά στον θάνατο είναι όλοι τόσο ίδιοι και απαράλλακτοι. Παραδοχές που καθηλώνουν

Τί είναι το καλό και το κακό; Αναρωτήθηκα.

Καλό είναι ότι σε βοηθά να γλιτώσεις τον θάνατο. Απλό συναίσθημα, αλλά και τόσο δύσπεπτο.

Η μαγεία της πραγματικής λογοτεχνίας παρελαύνει αβίαστα. Προχωρά και σου κλείνει το μάτι καθώς η πλοκή κατακλύζεται ολοκληρωτικά από τον συναισθηματικό κόσμο του Μάνου και των ηρώων που τον πλαισιώνουν. Ο Ζήσης και η Κλειώ με τον τρόπο σκέψης τους με τα βιώματα που κουβαλούν και με το πως αντιμετωπίζουν την επιβίωση και τις απώλειες τους γίνονται το αντίβαρο της σκέψης του Μάνου. Ο Γιώργης και η Ελπίδα γίνονται τα εμπόδια και τα αγκάθια του που τον φέρνουν στα όρια των πιο αληθινών του συναισθημάτων που είναι αντικρουόμενα αλλά ταυτόχρονα αυτά που βγάζουν από μέσα του τα αληθινά του. Η κυρά Κατερίνα που με την συγκλονιστική ασάλευτη και αμετακίνητη στάση της δεν λυγά ούτε μπροστά στην πείνα για κάτι ασήμαντα μικρό. Που στην κατοχή είναι σημαντικά μεγάλο. Τόσος θάνατος για λίγο πόλεμο. Τόση πείνα για λίγες διαταγές. Κάθε πράξη και κάθε κίνηση αλλάζει διάσταση και φωτίζεται διαφορετικά καθώς μεγεθύνεται και ελαττώνεται στο προσωπικό πρίσμα του καθένα και της κάθε μίας. Οι λέξεις καθρεπτίζουν ότι θέλουμε από την αλήθεια του κόσμου.

Λίγες μέρες νωρίτερα, η Κλειώ μου είχε πει: «Οι πάντες συνήθισαν πια τη θέα των νεκρών. Σιγά σιγά, ανέπτυξαν όλοι τους τις αντοχές του νεκροθάφτη». Πράγματι, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Έγιναν όλοι τους αυτό που σκιάζονταν. Συνήθισαν τη φρίκη. Την είδαν, τη φοβήθηκαν, την ξανάδανε, τη σιχάθηκαν, την πλησίασαν, σφιχτήκανε, τους κύκλωσε… ε, τελικά δεν πάει και το παλιάμπελο, φιλιώσανε μαζί της.

Πόσο οξύμωρο το να νοσταλγείς πράγματα εν καιρώ πολέμου που στον καιρό της ειρήνης τα έβλεπες ζοφερά, σκοτεινά και άσχημα. Αυτό που εχθές σε απωθούσε να γίνεται ξαφνικά το καταφύγιο σου;

Ξεσκεπάζει τον μανδύα της ανθρώπινης φύσης. Την υποκριτική περιβολή που πέφτει όταν κάποιος φτάσει στα όρια της αντοχής. Και σε κάνει να αναρωτιέσαι πότε είσαι πραγματικός και αληθινός; Σε ποια στιγμή είσαι ο αληθινός σου εαυτός; Πόσο ανόητος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος όταν δεν τον βλέπει κανείς;

Κάθε άνθρωπος έχει τόσες ταυτότητες, όσοι και οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν. Υπάρχει κάποια ταυτότητα πιο αληθινή από τις άλλες; Μια είναι η πραγματικότητα: Κάθε ζευγάρι μάτια και μια αλήθεια. Σε άλλους μπορεί να φαίνεσαι σωτήρας σε άλλους μπορεί να φαίνεσαι προδότης. Όταν όμως όλες οι αλήθειες συγκρούονται ο καθένας ξέρει την αλήθεια που κουβαλά και γίνεται δικαστής του εαυτού του.

Εν κατακλείδι

Ο θυριδοποιός είναι ένα μυθιστόρημα που εντυπωσιάζει στο σύνολο της έκτασης του. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δεν θα βαρεθείς να το διαβάζεις ξανά και ξανά γιατί σίγουρα η κάθε νέα ανάγνωση του θα έχει κάτι καινούργιο να σου δώσει. Είναι ένα μυθιστόρημα που μέσα από τις εικόνες του, σου γεννά σκέψεις και συναισθήματα. Αντιφατικά και συγκρουόμενα. Σου θέτει διλλήματα και καταφέρνει να σου αλλάξει κάτι από το απόλυτο που έχεις σχηματίσει για τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ακολουθεί ένα δικό του μοναδικό μοτίβο που δεν έχω συναντήσει σε άλλο βιβλίο. Διαβάζεις ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται στην μαύρη εποχή της κατοχής, αλλά εσύ δεν μένεις στην μαυρίλα και στην καταχνιά αλλά εστιάζεις στο καλούπι των ηρώων που τροποποιείται και αλλάζει για να ψάξει να βρει το φως και την ελπίδα. Νομίζεις πως διαβάζεις ένα βιβλίο σκοτεινό, αλλά στην ουσία διαβάζεις ένα βιβλίο που φωτίζει την ψυχή και οδηγεί στην εξιλέωση. Ένα βιβλίο βαθιά αισιόδοξο που μέσα από τον πόλεμο υμνεί την ειρήνη μέσα από το θάνατο υμνεί την ζωή. Μέσα από την απώλεια υμνεί τον έρωτα. Μέσα από τα πάθη και τα λάθη υμνεί τον άνθρωπο και την δύναμη του.

Όποιος δεν έχει ανακαλύψει ακόμα τον λογοτεχνικό κόσμο του Φαίδωνα Κυριακού τον καλώ να το κάνει σύντομα γιατί είναι συναρπαστικός, αληθινός και σπουδαίος. Ένας κόσμος που αλλάζει και μας αλλάζει.

Αποσπάσματα από το βιβλίο Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού

Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ένιωσα βλέποντας τη ναζιστική σημαία στην Ακρόπολη. Για την ακρίβεια, απ’ την απόσταση που βρισκόμουν, ένα κόκκινο πανί είδα όλο κι όλο, αλλά δεν χωρούσε αμφιβολία περί των λοιπών σχεδίων που ανέμιζαν.
Κατ’ αρχάς ένιωσα θυμό και θλίψη και, ίσως, κάποια ντροπή που δεν καταφέραμε να το αποτρέψουμε. Το μίασμα των ναζιστών επάνω σε ό,τι λογίζαμε ιερότερο. Αυτά τα συναισθήματα όμως δεν κράτησαν πολύ. Σύντομα, κι ενώ στον θάλαμο ξεκίνησε να σηκώνεται πάλι φασαρία – τόση που μια αδελφή ήρθε να μας θυμίσει ότι βρισκόμασταν ακόμα σε νοσοκομείο -, εγώ ένιωσα την οργή μου να καταλαγιάζει. Τι πήρε όμως τη θέση της: Δεν ήξερα στην αρχή.
Έβλεπα το κόκκινο στίγμα στο κέντρο του παραθύρου και προσπαθούσα να σκεφτώ όχι τι σήμαινε για τη χώρα, αλλά τι σήμαινε για μένα. Το κοιτούσα με τη βεβαιότητα ότι είναι παροδικό, ότι κάποια στιγμή φυσικά και θα φύγει, γιατί η ισχύς της αήττητης μηχανής που το γέννησε πριν από λίγα χρόνια έμοιαζε ανάξια λόγου μπροστά στον χιλιόχρονο Παρθενώνα. Το πανί σκαρφάλωσε εκεί για να φωτιστεί λιγάκι από την αίγλη του και μετά θα έπεφτε αφήνοντας το αιωνόβιο μάρμαρο ακηλίδωτο.
Αλλά στο μεταξύ εγώ θα βρισκόμουν εδώ για να το βλέπω, και άρα τι σήμαινε, αλήθεια, η έπαρσή του για μένα;
Ενώ κοιτούσα τη σβάστικα, άρχισα να νιώθω μια ανακούφιση ντροπιαστική. Ο κυματισμός της κόκκινης σημαίας έφερνε μέσα μου μια ακατονόμαστη ηρεμία. Η θλίψη που με κατέτρωγε τόσο καιρό, που είχε γίνει επίστρωση μέσα μου καλύπτοντας όλα τα όργανά μου, θαρρείς και έσπαγε σιγά σιγά.
Η προσωπική μου απόγνωση δεν είχε λόγο πια να κρύβεται απ’ τον εθνικό ενθουσιασμό, γιατί αυτός πέθανε στην Αλβανία Η σβάστικα ήταν εκεί για να το αποδεικνύει. Είχαμε πια εξίσωθεί όλοι. Χαρούμενοι και θλιμμένοι, γίναμε όλοι Μάνος.
Και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί απ’ την ώρα που άνοιξα τα μάτια μου στο νοσοκομείο, ύστερα από εβδομάδες σύγχυσης και παραληρηματικού λόγου, δεν ένιωθα πλέον το βάρος που κουβαλούσα τα δύο τελευταία χρόνια. Όταν οι αδελφές πρωτομίλησαν για την ήττα μας, εγώ αναθάρρησα. Είχα ξυπνήσει σε μια άλλη χώρα, σε μια Ελλάδα που χωρούσα.
Αν ήταν άλλος στη θέση μου, αν κάποιος άλλος ξυπνούσε σε εκείνο το νοσοκομείο με εκείνους τους ίδιους κι απαράλλακτους μήνες για παρελθόν, θα προσπαθούσε οπωσδήποτε να αυτοκτονήσει, αυτό θα ήταν το μόνο λογικό. Κι όμως, εμένα αυτό ακριβώς το γεγονός με κράτησε στη ζωή: η ήττα μας, η είσοδος των ναζί. Θαρρείς κι επιθυμούσα να δω τους φασίστες να τσαλαπατούν τη χώρα μου. Να τους δω να παρελαύνουν με τις αισχρές σημαίες τους, να παιανίζουν τα εμβατήρια της υποδούλωσης, να περνάνε με τα τανκς έξω απ’ το παράθυρο του θαλάμου μου υποτιμώντας κι εξευτελίζοντάς μας. Να τους ακούσω να μιλούν τη βάρβαρη γλώσσα τους. Να τους δω να κρεμάνε το έμβλημά τους στα όσια και στα ιερά μας. Να νιώσω πως ολόκληρη η χώρα έπαθε την αρρώστια που ‘χω μέσα μου, γιατί αυτό, τελικά, ήταν το μόνο δηλητήριο που είχε τη δύναμη να με γιατρέψει.
Έτσι μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και τους χρωστάω τη ζωή μου.

Δεν τα είχα καλά με το μέσα μου. Από όταν θα ήμουν είκοσι χρονών, άρχισα να το καταλαβαίνω αυτό. Δεν κοιμόμουνα στρωτά, φώναζα όλο χαρά όταν δεν έπρεπε, μετά έπεφτα σε θλίψη χωρίς λόγο. Κανείς δεν καταλάβαινε πώς ένιωθα, κι ας λέγαν. Μα πώς τους κακίσω; Ούτε εγώ ήξερα τι ένιωθα και τι ζητούσα. Ίσως να έφταιγε που, στο βάθος, ποτέ δεν κατάλαβα τι ήθελα απ’ τη ζωή μου την ίδια. Βλέπεις γύρω σου την ευτυχία και νομίζεις πως σου χρωστάει και θα έρθει κάποια ώρα να σε βρει κι εσένα. Μα η ευτυχία δεν είναι πράγμα από μόνη της, δεν έχει σάρκα για να σε γυρέψει, δεν έχει κορμί για να τη δεις. Η ευτυχία είναι ένας ίσκιος που δροσίζει την καρδιά. Όπως γυρίζεις τη ζωή σου ταξιδιώτης, αν είσαι τυχερός και πηγαίνεις καλά, θα βρεθεί μια γωνιά όπου η κάψα του χρόνου θα πάψει. Τον δρόμο σου γύρευες και δροσιά βρήκες – δεν έχεις να κάνεις περισσότερα. Όσο κυνηγάς την ευτυχία καθαυτή, έναν ίσκιο κυνηγάς. Μα εγώ ήμουνα πάντα χαμένος στην έρημό μου. Γύρευα καραβάνια ανθρώπων για να με σώσουνε.. όμως η έρημος, αν είναι έρημος αληθινή δηλαδή, δεν έχει τίποτα, μήτε καραβάνια. Όπως σεργιάνιζα τη ζωή μου νύχτα μέρα, ένιωθα την καρδιά μου μία να φλέγεται και με τα παγώνει, και ποτέ δεν μου εμπιστεύτηκε η έρημη γιατί αισθάνεται έτσι.
Όλα αυτά, βέβαια, ήταν γνωστά και παλιά – είχαν περάσει εννιά χρόνια απ’ τον καιρό που έκλεισα τα είκοσι κι όλα τούτα είχανε γίνει συνήθεια. Εκείνο το πρωινό όμως, καθώς κοιτούσα το λευκό ταβάνι, σαν να όρισε η καρδιά μου πως θέλει να γαληνέψει, να ησυχάσει απ’ την ταραχή που είχε ξεσηκωθεί μέσα της από τη φτώχεια της ζωής κι από το ανίερο του θανάτου. Μου είπε με τρόπο στέρεο πως πρέπει να κάνω κάτι. Με τη σιγουριά που μου είχε φωνάζει «Πήδα!» τη μέρα που έπεσα απ’ την ταράτσα μου. Ίσως σου φαίνεται ασήμαντο, μα λίγες φορές στη ζωή μου ήξερα τόσο καθαρά τι ήθελε το μέσα μου. Κι όχι μόνο ήξερα τι ήθελε, μια, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, γνώριζα και πώς να το καταφέρω.
Οι εικόνες της προηγούμενης ημέρας ξαναγέμισαν μυαλό μου. Τα σαπισμένα κορμιά, τα πρησμένα άκρα, τα αποστεωμένα πρόσωπα μαζί και η βαθιά πίκρα για την ατίμωση των νεκρών που μας επέβαλαν.
Σκέφτηκα το λάσο της πείνας του μας έσφιγγε όλους σαν σκλάβους της τα κατοχικά χέρια που κρατούσανε το λάσο. Η φτώχεια μπήκε στον νου μου η φτώχεια που με ποδοπάτησε, που με εμπόδισε να προσφέρω στην Ελπίδα αυτό που της άξιζε. Η φτώχεια που σαν την πείνα, μόνο μεγάλωνε, και η επιτακτική ανάγκη να μπορέσω να κάνω κάτι για να την αντιπαλέψω. Μα πώς να την παλέψω; Ούτε τον καιρό του πολέμου δεν μπορούσα να βρω χρήματα, πόσο μάλλον μέσα στην Κατοχή, που πεινούσανε όλοι. Ύστερα σκέφτηκα το μόνο πράγμα που γνώριζα να κάνω καλά σ’ αυτό τον κόσμο: φέρετρα Λαζάρου φέρετρα πολυτελείας και με τη βούλα. Και ξαφνικά καθώς κοιτούσα το ταβάνι, η πιο αλλόκοτη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η πιο τρελή ιδέα που, μέσα στην παλαβομάρα της ήταν απίστευτα απλή. Χρειαζόμουν χρήματα και η μόνη τέχνη στην οποία ήμουνα καλός δεν είχε ζήτηση. Ανακάθισα στο πάτωμα νιώθοντας το κύμα του ενθουσιασμού να σηκώνεται μέσα μου. Ήταν στο χέρι μου να δημιουργήσω αυτή τη ζήτηση. Έπρεπε να φτιάξω μια πελατεία μια πελατεία πλούσια. Και ποιος ήταν εύπορος τώρα πια; Ένα ενθουσιώδες χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Οι μόνοι που είχαν σίγουρα χρήματα για να πληρώσουνε τα φέρετρά τους ήταν οι άνθρωποι που μας είχανε φέρει τον λιμό!

Αφήστε μια απάντηση