Η Γκιλοτίνα του Ναυπλίου είναι ένα συγκλονιστικό κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα που το διαβάζεις με κομμένη ανάσα από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα. Είναι μάλιστα το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζω και αυτό για μένα το κάνει ακόμα πιο σημαντικό και σπουδαίο.
Πολλές φορές επιλέγω να διαβάζω πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Οι ιστορίες τους μπορεί να με ενθουσιάζουν. Όπως και κομμάτια της γραφής τους. Πάντα όμως έβρισκα κάποια μικρά ή μεγάλα ψεγάδια που φανέρωναν είτε την απειρία του συγγραφέα. Είτε φανέρωναν κάποιες ελλείψεις που χωρούσαν βελτίωση σε κάποιο επόμενο βήμα του. Πρώτη φορά όμως διαβάζω πρώτο μυθιστόρημα συγγραφέα και είναι σαν να διαβάζω βιβλίο έμπειρου λογοτέχνη. Ένα βιβλίο αψεγάδιαστο. Ένα βιβλίο που εισχωρεί εξαιρετικά στον τόπο, στον χρόνο και κυρίως στην ψυχολογία των ηρώων για να ανατρέψει μοναδικά και αλλεπάλληλα το κάθε συναίσθημα και την κάθε ορατή πραγματικότητα.
Φέτος συμπληρώνονται τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης (το άρθρο είναι μεταφορά από το παλιό μου blog) δεν υπάρχει πιο επίκαιρο ανάγνωσμα από την Γκιλοτίνα του Ναυπλίου. Το κυρίαρχο σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης ήταν το “Ελευθερία ή Θάνατος “. Αυτά λοιπόν τα δυο κυρίαρχα στοιχεία η Ελευθερία και ο Θάνατος γίνονται οι στυλοβάτες της συγκλονιστικής ιστορίας του Φαίδωνα Κυριακού.
Βρισκόμαστε το 1872 στις φυλακές του Ναυπλίου. Ο Πάρις Πρεβώ περιμένει το ξημέρωμα που θα φέρει την εκτέλεση του. Με μια γραφή ρεαλιστική που ηλεκτρίζει. Που σπάει κόκκαλα. Που κόβει σαν λεπίδα. Μπαίνουμε κατευθείαν στο εσωτερικό της ψυχής ενός μελλοθάνατου που μετράει πλέον ώρες και ελάχιστες στιγμές ζωής. Η ανέλπιστη παράταση ζωής και η άφιξη ενός νεοφερμένου μελλοθάνατου, του Λιανού θα δώσει την ευκαιρία στους δυο άντρες να κάνουν έναν τελευταίο απολογισμό ζωής μέσα από την εναλλαγή των αναμνήσεων τους.
Η αφήγηση του Πάρη μας πάει στο νησί της Μήλου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε από πατέρα Γάλλο και μητέρα Ελληνίδα. Ζώντας στο μεταίχμιο της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης, μοιάζει να αιωρείται διαρκώς ανάμεσα σε συναισθήματα και καταστάσεις. Η διχασμένη του καταγωγή ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Αυτή των παιδικών του χρόνων και αυτή της ενηλικίωσης και της ωριμότητας του, φέρνει τις αντιθέσεις και τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε λαούς, σε ανθρώπους, σε συνθήκες διαβίωσης. Σε μυαλά που παράγουν φως, αλλά και σε μυαλά που διεγείρουν την αμφισβήτηση. Ένα κύριο σημείο του βιβλίου είναι ο αντιθέσεις που ενώνουν τις κουκίδες του δράματος με τον πολιτισμό και την ιστορία που έφεραν κοντά τους δυο λαούς και έδωσαν το έναυσμα της αντιπαράθεσης αλλά και της προσέγγισης του Ελληνικού ζητήματος σε όλη την Ευρώπη.
Με έναν ενσωματωμένο καταπληκτικά, μυθιστορηματικό τρόπο μαθαίνουμε για την ανεύρεση του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου. Συναντάμε υπαρκτά πρόσωπα και μαθαίνουμε συγκλονιστικά πως η παρουσία τους σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Ο Μπράιγ και το σύστημα ανάγνωσης που έδωσε ανάσα πνεύματος στους τυφλούς. Ο Ντελακρουά και ο τρόπος με τον οποίο έμαθε και απέδωσε την σφαγή της Χίου στον ακόμα και σήμερα διαχρονικό πίνακα του.
Ειδικά ο πίνακας του Ντελακρουά γίνεται ο σύνδεσμος που ενώνει τον Πάρη με την πατρίδα του και την πραγματική αίσθηση των Επαναστατημένων Ελλήνων. Αλλά ταυτόχρονα το κόμματι εκείνο που αναγκάζει τον ως τότε σιωπηλό Λιανό να ξετυλίξει το δικό του κομμάτι ζωής. Η εκστατική περιγραφή του πίνακα ενός ζωγράφου που δεν είδε, αλλά φαντάστηκε. Και η συνταρακτική αφήγηση ενός ανθρώπου που έζησε στο πετσί του την καταστροφή, αποτυπώνει μοναδικά την διαφορετικότητα ανάμεσα στην φαντασία και την παρουσία. Ανάμεσα στα βιώματα των δυο ηρώων που τους καθιστά τόσο ίδιους και τόσο διαφορετικούς. Συνάμα συνδέει αποστομωτικά με λίγα και λιτά, λόγια, το όλο σκηνικό του δράματος στο σήμερα. Στο σκηνικό του εγκλεισμού στο πιο άθλιο δεσμωτήριο της χώρας και στην αναμονή του προαναγγελθέντος θανάτου για τους δυο μελλοθάνατους.
Ο Γαλλικός Φιλελληνισμός. Αλλά και οι κόντρες στην διαμόρφωση της σκέψης, της κρίσης και της ευαισθητοποίησης απέναντι στο Ελληνικό ζήτημα και στην Ελληνική επανάσταση. Με επιχειρήματα ισχυρά και με μια ατμόσφαιρα που συνάδει απόλυτα στο κλίμα της εποχής. Μέσα από τον Πάρη Πρεβώ συναντάμε όλους αυτούς τους Ευρωπαίους που ήταν κοντά και μακριά από την Ελευθερία της Ελλάδας. Στα μεγάλα σαλόνια, αλλά και σε κάποιο κομμάτι των κεντρικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Μιας και πάντα οι αποφάσεις για την χώρα μας περνούσαν μέσα από την Διπλωματία άλλων χωρών. Ο Πάρης ζει από μακριά τον αγώνα της μισής πατρίδας του, αλλά δεν παραμένει αμέτοχος.
Στην αντίπερα όχθη ο Λιανός είναι ο Επαναστατημένος Έλληνας που αγωνίζεται ενεργά, έστω και στα μετόπισθεν λόγω ηλικίας. Μαζί του ερχόμαστε σε επαφή με όλο το άρωμα του μπαρουτιού, της φλόγας και της καταστροφής. Με ήρωες και προδότες. Με αγωνιστές και λιγόψυχους υπονομευτές του άνισου αγώνα.
Μέσα από την εναλλαγή της αφήγησης η ιστορία ανοίγει σαν βεντάλια και αγκαλιάζει μοναδικά τις αφηγήσεις των δυο συνοδοιπόρων στον θάνατο. Με μια αντίστροφη πορεία μαθαίνουμε όχι μόνο για την πρότερη ζωή τους για να φτάσουμε μέχρι το σημείο που μας αποκαλύπτεται ο πραγματικός λόγος που ο καθένας από αυτούς θα βρεθεί στην γκιλοτίνα και στην εκτέλεση. Αλλά αισθανόμαστε κυρίως τα παλλόμενα συναισθήματα τους. Την απόγνωση, τον φόβο, την αμφιβολία. Καθώς ο χρόνος συρρικνώνεται και αντίστροφα διογκώνεται η αγωνία που εκτρέπει με τις ολοένα και περισσότερες ανατρεπτικές προσθήκες τους δυο άντρες άλλοτε σε θέση ισχύος και άλλοτε σε θέση μειονεκτική. Με τον θάνατο να καραδοκεί τα διλλήματα και η ανάγκη να διατηρηθούν η ανθρωπιά και οι αξίες σε ισορροπία ακολουθούμε μια πορεία μοναδική και αμφίρροπη. Ο τρόμος γίνεται ο υποβολέας και η τελευταία ευκαιρία σωτηρίας μπαίνει σαν αγκάθι φθοράς ανάμεσα στην ιδιότυπη σχέση του Πάρη και του Λιανού.
Γιατί το μαγικό σε αυτό το βιβλίο εκτός από την εναλλαγή των αφηγήσεων, είναι η εναλλαγή των ρόλων και των προσωπείων. Η εναλλαγή της προσωπικής επιλογής και της μοίρας. Τα φρικτά συναισθήματα, αλλάζουν χέρια μέσα σε λίγες στιγμές και οι ευθύνες και οι αποφάσεις μετατίθενται μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
“Αφήνω από μέσα μου να βγει ότι σπαρταράει. Ότι είναι έτοιμο να μπει σε δάκρυα, να κυλήσει από τα μάγουλα μου και να χαθεί στο πέτρινο κελί. Τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για την ζωή…”
Και παραφράζοντας αυτή την φράση του Πάρη, θα πω πως τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει τον αναγνώστη για αυτή την ανατρεπτική ιστορία, που ενώνει δυο πολιτισμούς. Δυο λαούς. Επαναστατημένες ζωές. Θύτες και θύματα. Ζωντανούς νεκρούς που αλλάζουν ρόλους μέσα από την Ελευθερία και τον Θάνατο.
Ο συγγραφέας επίσης βάζει στο στόχαστρο τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις πράξεις που ακολουθούν μια νομοτελειακή πορεία που δεν έχει επιλεγεί εκ των προτέρων. Που σε κάνει να αμφιβάλεις για το εκούσιο ή το ακούσιο της πραγματικής πρόθεσης των ανθρώπων. Επισημαίνει το χνάρι που αφήνει πίσω μας η κάθε απόφαση μας στο βωμό του καθήκοντος, αλλά και στην κάθε επιλογή μας. Η δικαιοσύνη και το Θεϊκό δίκαιο που αντιπροσωπεύει η ίδια η συνείδηση μας, Οι νόμοι των ανθρώπων και οι νόμοι της Ειμαρμένης. Η Ελευθερία και το τίμημα της. Και ο Θάνατος ως μέρος μιας ουσιαστικής κάθαρσης και λύτρωσης.
Ένα ταξίδι λύτρωσης και επαναπροσδιορισμού με βήματα ελευθερίας δίπλα στον θάνατο με πρωταγωνιστές που αφήνουν το στίγμα τους σε μια συγκλονιστική ιστορία που δεν θα αφήσει αδιάφορο κανέναν απολύτως αναγνώστη.
Για μένα είναι από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει σε όλη μου την ζωή. Μεστό, περιεκτικό, ατμοσφαιρικό. Με σπουδαία αποτύπωση της κάθε στιγμής, και του κάθε ερεθίσματος που δίνει ώθηση στην πλοκή. Με εκπληκτική διαχείριση της γλώσσας, των φράσεων και των σκέψεων. Του ύφους που πρέπει να πάρουν οι ήρωες για να αναδείξουν το μέγεθος της απόγνωσης και της απελπισίας. Του θυμού αλλά και της κάθε συναισθηματικής ρευστότητας που δημιουργούν οι συγκλονιστικές ανατροπές της ζωής τους. Ως την τελευταία στιγμή, ένα βήμα πριν τον άηχο και ακαριαίο αποκεφαλισμό τους. Ως την στιγμή εκείνη που η Ελευθερία και ο Θάνατος θα γίνει ΈΝΑ, εάν και μόνο η μοίρα και η ανθρώπινη επιλογή το επιτρέψει.
“Ο Θάνατος που λυτρωτικά ορθώνεται μπροστά μου, μοιάζει να μου λέει: Ζήσε! Ζήσε ελεύθερος απο τους φόβους ότι θα αποτύχεις. Ελεύθερος από τις προσδοκίες να γίνεις χίλια πράγματα. Ξαφνικά η έξαρση που νιώθω είναι βαθύτερη από ότι έχω αισθανθεί για χρόνια. Με έναν απίθανο τρόπο, μέσα μου δεν βρίσκω τίποτα, πέρα από την επιθυμία να αφεθώ. Χωρίς ρίζα, χωρίς όνειρα. Νιώθω κενός και ήσυχος και άδειος. Αυτό το ταξίδι δίπλα στον θάνατο κάτι μέσα μου έχει σκοτώσει. Κάτι μέσα μου πέθανε κι ελαφρύτερος έμεινα. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στα χείλη μου και ανασαίνω βαθιά. Τώρα νιώθω θαρρείς ό,τι μπορώ να ζήσω.”
Επειδή κάποιοι αναγνώστες ξέρω πως το κάνουν: Ποτέ και με τίποτα μην πάτε στην τελευταία σελίδα. Θα χάσετε την μαγεία της ανατροπής που κρύβεται, ακόμα και στο νόημα της τελευταίας λέξης…..
Pingback: Ο θυριδοποιός Φαίδων Κυριακού - Η κριτική μου - Βιβλίων Έργα