Πρώτη επαφή με την γραφή του Γιώργου Πολυμενάκου και το βιβλίο του “Σκοτεινό φως”. Ένα βιβλίο που από την πρώτη στιγμή αγγίζει και συγκλονίζει.
Ένα πρώτο σχόλιο
Μικρά κεφάλαια που περιγράφουν συγκλονιστικά τα συναισθήματα μέσα σε ένα χρόνο τόσο συμπυκνωμένο και ταυτόχρονα τόσο απεριόριστο. Σε έναν τόπο τόσο γνώριμο και τόσο άγνωστο. Με ανθρώπους αγκιστρωμένους στα κρυμμένα τους συναισθήματα μόνο και μόνο για να μπορέσουν να επιβιώσουν απέναντι στους αδίστακτους. Αυτούς που έχουν παραδώσει και την τελευταία σταγόνα καρδιάς στην παράνοια. Το πρώτο μέρος της τριλογίας έχει βραβευτεί από το περιοδικό αναγνώστης αυτό είναι το δεύτερο μέρος που διαβάζετε και ανεξάρτητα.
Διαλέγοντας μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο
Προχωρούν συντεταγμένοι σε διπλη γραμμή. Κρατάνε τις αυτοσχέδιες μεταλλικές ασπίδες ψηλά, πάνω από τα κράνη.
Στο στενό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου εμφανίζεται μια σκιά και ρίχνει προς τα κάτω ένα αντικείμενο. Ο τσιμεντόλιθος πέφτει επάνω στις ασπίδες και κατρακυλάει στο ρημαγμένο οδόστρωμα.
Μια δεύτερη σκιά ξεπροβάλλει από το δίπλα μπαλκόνι, πίσω από το πανό που γράφει με μεγάλα άτεχνα γράμματα
ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
και εκσφενδονίζει κάτι που αστράφτει στιγμιαία μέσα στο αναιμικό φως του κακοφωτισμένου δρόμου.
Το γυάλινο μπουκάλι σπάει σε κομμάτια και μια φωτιά ανάβει πίσω από αυτούς που πλησιάζουν την πόρτα του ερειπωμένου κτηρίου. Το μόνο που καταφέρνουν οι φλόγες, είναι να φωτίσουν για λίγες στιγμές την εικόνα ενός φιδιού που δαγκώνει την ουρά του, πάνω στα κόκκινα περιβραχιόνια εκείνων που προσπαθούν να μπουν στο κτίριο.
Τον ήχο του τροχού κοπής διαδέχεται το βροντερό ντουπ – ντουπ ενός μεταλλικού κριού. Η εξώπορτα, το μοναδικό στέρεο σημείο του κτίσματος, πέφτει.
Οι ασπίδες χαμηλώνουν και οι μαυροντυμένες μορφές των κρανοφόρων γίνονται ένα με το σκοτάδι που επικρατεί μέσα στο χάλασμα.
Μια λιπόσαρκη μορφή δρασκελίζει τα κάγκελα του μπαλκονιού με το πανό, πιάνεται από την ξεχαρβαλωμένη υδρορροή, κατεβαίνει στον δρόμο, και τον διασχίζει τρέχοντας.
Λίγες στιγμές σιωπής βλαστήμιες, συγκεχυμένες κραυγές, σκόρπιοι πυροβολισμοί, ακούγονται από το εσωτερικό του κτηρίου.
Κάτι ογκώδες, ακαθόριστο, πέφτει από τον πρώτο όροφο στον δρόμο.
«Τους σκότωσαν», λέει ο ρακένδυτος άνδρας που παρακολουθεί τη σκηνή από το απέναντι μισογκρεμισμένο κτήριο.
«Θα έρθει και η σειρά μας», λέει η ηλικιωμένη γυναίκα που είναι γερμένη κατάχαμα πάνω σ’ ένα βρώμικο στρώμα.
Το πρόσωπο της Λίγιας είναι στραμμένο προς τον Νότο, προς τα κει που ξέρει ότι βρίσκεται μια πατρίδα προς την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Το δικό του είναι στραμμένο προς το μέρος της, προς την αγαπημένη του, προς τη μοναδική χώρα που του απέμεινε για να ζήσει.
Πάμε στο δεύτερο απόσπασμα
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Είναι πια μόνη. Παρέα με την απέραντη θάλασσα και τον ανελέητο ήλιο. Ιδρώτας δεν τρέχει στο πρόσωπό της. Αυτό είναι σημάδι προχωρημένης αφυδάτωσης. Ακόμη και τα δάκρυα έχουν σταματήσει να αναβλύζουν από τα μάτια της που καίνε.
Η καρδιά της πότε χτυπάει σαν τρελή και πότε μοιάζει να έχασε έναν πολύτιμο παλμό, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με τον απόλυτο τρόμο του αιφνίδιου θανάτου.
Η δίψα είναι αφόρητη. Το στόμα της έχει στεγνώσει και το μισό της μυαλό την προτρέπει να πιει μερικές γουλιές από το άφθονο νερό που υπάρχει γύρω της.
Το άλλο μισό την προειδοποιεί ότι αυτό θα είναι το τέλος της.
Τώρα τα ετερώνυμα δεν έλκονται πια, οι νόμοι της φυσικής άλλαξαν αλλά οι νόμοι της ζωής παραμένουν ίδιοι. Όταν τα ρινίσματα μιας ψυχής που έχει διαλυθεί σκορπίζονται πάνω στην επιφάνεια του μαγνήτη τα αποτελέσματα της φαινομενικά ανώδυνης πτώσης μπορεί κάποια στιγμή να είναι θανατηφόρα.
Μια από τις φράσεις που ξεχώρισα
Τα ψεύτικα χαμόγελα χρησιμεύουν για να κρύβουν αλήθειες καθημερινές τετριμμένες παύουν να έχουν αξία όταν οι αλήθειες έχουν γίνει τρομακτικές τελεσίδικες
Φευγαλέες στιγμές μέσα στο χάος λίγο πριν την έξαρση του απόλυτου χάους.
Ο Άγις μένει να κοιτάζει τις απαλές κινήσεις αυτών των χεριών που είναι ακόμα γεμάτα κάλους από τη δουλειά στα χωράφια. Κινούνται με προσοχή σαν να φοβούνται ότι θα πληγώσουν την εύθραυστη, μελαμψή επιδερμίδα αλλά εισχωρούν παντού, προσπαθώντας να διώξουν τη συσσωρευμένη βρωμιά (η Λίγια δεν πλένεται συχνά για να μην προδοθεί, παρ’ όλο που το κορμί της είναι καλά κρυμμένο κάτω από το άχαρο ρούχο), μπαίνουν κάτω από τις μασχάλες, εισχωρούν στον μικρό πυκνό θύσανο στο κάτω μέρος της επίπεδης κοιλιάς της.
Την ώρα που τα δάχτυλά της κινούνται αθέατα στο εσωτερικό αυτού που κάποιος ζωγράφος ονόμασε «Η προέλευση του κόσμου», η Λίγια τον κοιτάζει χαμογελώντας, με ένα χαμόγελο που μοιάζει να ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Στη μία άκρη του σχοινιού βρίσκεται η συστολή και στην άλλη η πρόκληση.
Ο Άγις σκέφτεται ότι στη ζωή, στιγμές σαν κι αυτές, είναι οι πολυτιμότερες.
Αναρωτιέται αν ο αδερφός του θα αξιωθεί να ζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο και η σκέψη αυτή σκοτώνει την ομορφιά της στιγμής, δηλητηριάζει το νερό της φευγαλέας ευτυχίας, σκοτεινιάζει το φως που είχε αρχίσει να ανατέλλει στα μάτια του.
Η Λίγια βλέπει την αλλαγή, δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς το γιατί, και το χαμόγελο της σβήνει. Απλώνει το χέρι της, παίρνει την κανάτα και αρχίζει να ρίχνει μόνη της νερό επάνω στο σώμα της για να ξεπλυθεί, με βιασύνη.
Κάθε διάθεση για παιχνίδι έχει χαθεί. Ξέχασε για μια στιγμή ότι εκείνη είναι φυλακισμένη σε ένα στρατόπεδο με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και ότι ο αδερφός του αγαπημένου της είναι κλεισμένος, δεμένος το πιθανότερο, σε ένα ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς.
Δε θα πλύνει σήμερα τα κομμένα σύρριζα μαλλιά της. Το κάνει όσες λιγότερες φορές μπορεί για να μην την καταλάβουν. Βγαίνει από τη σκάφη, παίρνει τη μεγάλη πετσέτα που της δίνει ο Άγις σιωπηλός, σκουπίζεται και την τυλίγει γύρω της.
Ο Άγις ανοίγει την πόρτα του οπλουργείου, σηκώνει με δυσκολία την ξύλινη σκάφη και βγαίνει έξω για να αδειάσει τα απόνερα.
Μπροστά στην πόρτα, μόλις που φαίνεται μέσα στο σκοτάδι, στέκει ο Νέαρχος.
Διαβάζοντας για δεύτερη φορά ξεχώρισα και αυτά (Φυσικά υπάρχουν και άλλα πολλά)
Η αναπόφευκτη μοίρα των αναμνήσεων είναι να ξεθωριάζουν.
Αλλά υπάρχουν κάποιες αναμνήσεις που μοιάζει να μην ακολουθούν αυτόν τον κανόνα.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιο πολύ ισχυρό συναίσθημα συνδέεται με αυτές.
Η πιο δύσκολη στιγμή σε ένα ταξίδι είναι ο αποχαιρετισμός. Η στιγμή που πρέπει να αποκοπείς που πρέπει να τα αφήσω όλα πίσω σου…. δεν γίνεται όμως να φύγεις χωρίς να πεις αντίο.
Λίγα λόγια πριν την αναλυτική μου άποψη.
Το σκοτεινό φως είναι ένα βιβλίο που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα που ετοιμάζουν για εμάς, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία μας και την απάθεια μας. Είμαστε ξένοι στην ίδια κοινωνία και απλά περιμένουμε το τέλος μας ενώ θα έπρεπε να ετοιμάζουμε την αναγέννηση μας. Συνδετικός κρίκος ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ. Όπως και η κάθε λέξη σε αυτό το βιβλίο έχει το νόημα της και την προτεραιότητα της, σε μια αλυσίδα αφύπνισης και εν συναίσθησης.
Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω. Ο ΞΕΝΟΣ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
Pingback: Σκοτεινό φως Γιώργος Πολυμενάκος - Η κριτική μου - Βιβλίων Έργα